- ενδεής
- -ές (AM ἐνδεής, -ές)εκείνος που τού λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ενδεήςγένος κολεόπτερων εντόμωναρχ.-μσν.1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτι («ἐνδεής τίνος», «πολλῶν ἐνδεής», «σμικροῡ τινος ἐνδεής»2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδεέςη ένδειααρχ.1. εκείνος που υπολείπεται ως προς κάτι, που παρουσιάζει έλλειψη σε κάτι («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)2. κατώτερος, υποδεέστερος από κάποιον ως προς κάτι («γένει τε οὐδενός ἐνδεής»)3. ατελής, ανεπαρκής(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς εἶναι»)4. (ως όρος τής γραμματικής) ελλειπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.